ἐνοχλεῖται

ἐνοχλεῖται
ἐνοχλέω
trouble
pres ind mp 3rd sg (attic epic)
ἐνοχλέω
trouble
pres ind mp 3rd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανοχλησία — ἀνοχλησία, η (Α) το να μην ενοχλείται κάποιος από κάτι, η αταραξία …   Dictionary of Greek

  • αόχλητος — ἀόχλητος, ον (Α) [οχλώ] αυτός που δεν ενοχλείται, ήσυχος …   Dictionary of Greek

  • εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… …   Dictionary of Greek

  • ευάνιος — εὐάνιος, ον (Α) 1. αυτός που εύκολα ανιάται, ενοχλείται 2. κατά τον Ησύχ. όμως «ὁ μηδενὶ ἀνιώμενος, πρᾱος, πειθήνιος» είναι προφανές ότι συγχέει το ευάνιος με το ευάνιος (δωρ. τ. αντί ευήνιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνιος (< ανία), πρβλ. δυσ… …   Dictionary of Greek

  • κραυγίας — κραυγίας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα ίας (πρβλ. κολπ ίας, κοχλ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • ξεφορτώνω — 1. αφαιρώ το φορτίο από κάποιον ή από κάτι 2. αποβάλλω το φορτίο μου, εκφορτώνομαι («πότε θα ξεφορτώσει το καράβι;») 3. μέσ. ξεφορτώνομαι α) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου β) γλυτώνω από κάποιον ή κάτι ενοχλητικό 4. φρ. «ξεφόρτωνέ με» ή… …   Dictionary of Greek

  • πυρίκλονος — ον, Α αυτός που ενοχλείται, που ταράζεται από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + κλόνος «ταραχή, θόρυβος» (πρβλ. πολεμό κλονος). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …   Dictionary of Greek

  • βορτιτσέλα — Πρωτόζωο της τάξης των περιτρίχων, της ομοταξίας των βλεφαριδωτών. Το σώμα του, μήκους περίπου 50 χιλιοστών, έχει σχήμα καμπάνας, με το άνοιγμα προς τα πάνω και τα χείλη καλυμμένα από πολλές βλεφαρίδες. Είναι πολύ κοινό στα λιμνάζοντα γλυκά νερά… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”